- μανιόκηπος
- μᾰνιόκηπος, ον, (κῆπος III) of women,A madly lustful, Anacr.158, Com.Adesp.1366.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μανιόκηπος — μανιόκηπος, ον (Α) (για γυναίκα) αυτή που πάσχει από νυμφομανία, ανδρομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανία + κῆπος* «γυναικείο εφήβαιο»] … Dictionary of Greek
μανιόκηπος — madly lustful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιόκηπον — μανιόκηπος madly lustful masc/fem acc sg μανιόκηπος madly lustful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek